Επεμβαίνω στα νορβηγικά

Μετάφραση: επεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forstyrre, forstyrrer, påvirke, interferere, blande
Επεμβαίνω στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επεμβαίνω

παρεμβαίνω στα αγγλικα, επεμβαίνω ή παρεμβαίνω, επεμβαίνω αόριστος, επεμβαίνω κλίση, επεμβαίνω λεξικο, επεμβαίνω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, επεμβαίνω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • επεκτατικός στα νορβηγικά - ekspansiv, ekspansive, omfattende, vidstrakte, ekspansivt
  • επεκτείνω στα νορβηγικά - utvide, forlenge, strekker seg, strekker, strekke seg
  • επενέργεια στα νορβηγικά - innflytelse, handling, påvirke, gjerning, påvirkning, virksomhet, aktivitet, ...
  • επενδύω στα νορβηγικά - tegne, strek, linje, kabel, yrke, investere, investerer, ...
Τυχαίες λέξεις
Επεμβαίνω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: forstyrre, forstyrrer, påvirke, interferere, blande