Επεμβαίνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: επεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trufla, truflað, að trufla, haft áhrif, hafa áhrif
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επεμβαίνω
παρεμβαίνω στα αγγλικα, επεμβαίνω ή παρεμβαίνω, επεμβαίνω αόριστος, επεμβαίνω κλίση, επεμβαίνω λεξικο, επεμβαίνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επεμβαίνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επεκτατικός στα ισλανδικά - þenjanlegur, víðáttumikið, Expansive, víðlend
- επεκτείνω στα ισλανδικά - lengja, framlengja, ná, auka, bæta
- επενέργεια στα ισλανδικά - áhrif, áhrifin, áhrifum, verkun, áhrifa
- επενδύω στα ισλανδικά - fóðra, fjárfesta, brydda, brotstrik, að fjárfesta, fjárfest, fjárfestir, ...
Τυχαίες λέξεις
Επεμβαίνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: trufla, truflað, að trufla, haft áhrif, hafa áhrif
Μεταφράσεις: trufla, truflað, að trufla, haft áhrif, hafa áhrif