Επεμβαίνω στα δανικά

Μετάφραση: επεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
blande, blande sig, forstyrre, gribe, interferere
Επεμβαίνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επεμβαίνω

παρεμβαίνω στα αγγλικα, επεμβαίνω ή παρεμβαίνω, επεμβαίνω αόριστος, επεμβαίνω κλίση, επεμβαίνω λεξικο, επεμβαίνω λεξικό γλώσσας δανικά, επεμβαίνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επεκτατικός στα δανικά - ekspansiv, ekspansive, ekspansivt
  • επεκτείνω στα δανικά - forlænge, udvide, strækker, strækker sig, strække
  • επενέργεια στα δανικά - påvirke, indflydelse, handling, aktion, effekt, virkning, kraft, ...
  • επενδύω στα δανικά - streg, linie, kø, kabel, blod, investere, investerer, ...
Τυχαίες λέξεις
Επεμβαίνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: blande, blande sig, forstyrre, gribe, interferere