Επεμβαίνω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: επεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўмешвацца, умешвацца
Επεμβαίνω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επεμβαίνω

παρεμβαίνω στα αγγλικα, επεμβαίνω ή παρεμβαίνω, επεμβαίνω αόριστος, επεμβαίνω κλίση, επεμβαίνω λεξικο, επεμβαίνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, επεμβαίνω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • επεκτατικός στα λευκορωσικά - экспансіўны
  • επεκτείνω στα λευκορωσικά - падоўжыць, працягнуць, прадоўжыць
  • επενέργεια στα λευκορωσικά - эфект, эфэкт
  • επενδύω στα λευκορωσικά - інвеставаць, інвесціраваць, інвэставаць
Τυχαίες λέξεις
Επεμβαίνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўмешвацца, умешвацца