Επεμβαίνω στα σλοβενικά
Μετάφραση: επεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rušit, vadit, motijo, moti, vmešavati, posega, posegati
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επεμβαίνω
παρεμβαίνω στα αγγλικα, επεμβαίνω ή παρεμβαίνω, επεμβαίνω αόριστος, επεμβαίνω κλίση, επεμβαίνω λεξικο, επεμβαίνω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, επεμβαίνω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- επεκτατικός στα σλοβενικά - zgovorni, ekspanzivna, ekspanzivno, širok
- επεκτείνω στα σλοβενικά - razširi, podaljša, razširiti, razširitev, podaljšanje
- επενέργεια στα σλοβενικά - vpliv, vliv, boj, čin, učinek, učinka, ucinek, ...
- επενδύω στα σλοβενικά - vrstica, čára, vlagati, vlagajo, vlaganje, investirati, vlagali
Τυχαίες λέξεις
Επεμβαίνω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: rušit, vadit, motijo, moti, vmešavati, posega, posegati
Μεταφράσεις: rušit, vadit, motijo, moti, vmešavati, posega, posegati