Επιμήκυνση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: επιμήκυνση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удължаване, удължение, относително удължаване, коефициент на удължаване, относително удължение
Επιμήκυνση στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιμήκυνση

επιμήκυνση διδακτικού έτους, επιμήκυνση πέους απλά με kegel, επιμήκυνση σχολικού έτους, επιμήκυνση χρέους, επιμήκυνση αντίθετο, επιμήκυνση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επιμήκυνση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • επιμένω στα βουλγαρικά - настоявам, настояват, настоява, настояваме
  • επιμήκης στα βουλγαρικά - продълговат, продълговати, продълговата, продълговато
  • επιμελής στα βουλγαρικά - усърден, прилежен, щателно, усърдни, усърдно
  • επιμελούμαι στα βουλγαρικά - epimeloumai
Τυχαίες λέξεις
Επιμήκυνση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: удължаване, удължение, относително удължаване, коефициент на удължаване, относително удължение