Επιμήκυνση στα δανικά

Μετάφραση: επιμήκυνση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forlængelse, forlængelsen, brudforlængelse, strækning, elongering
Επιμήκυνση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιμήκυνση

επιμήκυνση διδακτικού έτους, επιμήκυνση πέους απλά με kegel, επιμήκυνση σχολικού έτους, επιμήκυνση χρέους, επιμήκυνση αντίθετο, επιμήκυνση λεξικό γλώσσας δανικά, επιμήκυνση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επιμένω στα δανικά - insistere, insisterer, insistere på, kræve
  • επιμήκης στα δανικά - aflange, aflang, aflangt
  • επιμελής στα δανικά - flittig, flittige, omhyggelig, påpasselig, omhyggelige
  • επιμελούμαι στα δανικά - epimeloumai
Τυχαίες λέξεις
Επιμήκυνση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forlængelse, forlængelsen, brudforlængelse, strækning, elongering