Επιμήκυνση στα τσεχικά
Μετάφραση: επιμήκυνση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prodloužení, natahování, protažení, tažnost, elongace, prodlužování
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιμήκυνση
επιμήκυνση διδακτικού έτους, επιμήκυνση πέους απλά με kegel, επιμήκυνση σχολικού έτους, επιμήκυνση χρέους, επιμήκυνση αντίθετο, επιμήκυνση λεξικό γλώσσας τσεχικά, επιμήκυνση στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- επιμένω στα τσεχικά - naléhat, meškat, otálet, vyžadovat, trvat, váhat, trvat na tom, ...
- επιμήκης στα τσεχικά - obdélný, podlouhlý, obdélníkový, obdélník, podélný, protáhlý, podlouhlé, ...
- επιμελής στα τσεχικά - pečlivý, přičinlivý, snaživý, pilný, neúnavný, vytrvalý, pracovitý, ...
- επιμελούμαι στα τσεχικά - ošetřovat, mířit, směřovat, inklinovat, upravovat, vydat, redigovat, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιμήκυνση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: prodloužení, natahování, protažení, tažnost, elongace, prodlužování
Μεταφράσεις: prodloužení, natahování, protažení, tažnost, elongace, prodlužování