Επιμήκυνση στα ουκρανικά
Μετάφραση: επιμήκυνση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
продовження, видовження, подовження
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιμήκυνση
επιμήκυνση διδακτικού έτους, επιμήκυνση πέους απλά με kegel, επιμήκυνση σχολικού έτους, επιμήκυνση χρέους, επιμήκυνση αντίθετο, επιμήκυνση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιμήκυνση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επιμένω στα ουκρανικά - прісно, верес, наполягати, настоювати, наполягатиме, наполягатимуть, наполягатимемо
- επιμήκης στα ουκρανικά - здовжений, довгастий, прямокутний, продовгуватий
- επιμελής στα ουκρανικά - запопадливий, старанний, ретельний, старанна, сумлінний
- επιμελούμαι στα ουκρανικά - монтувати, направлятися, редагувати, іти, дбати, монтаж, редагування, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιμήκυνση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: продовження, видовження, подовження
Μεταφράσεις: продовження, видовження, подовження