Επιμήκυνση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επιμήκυνση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alongamento, elongação, de alongamento, o alongamento, alongamento de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιμήκυνση
επιμήκυνση διδακτικού έτους, επιμήκυνση πέους απλά με kegel, επιμήκυνση σχολικού έτους, επιμήκυνση χρέους, επιμήκυνση αντίθετο, επιμήκυνση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιμήκυνση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επιμένω στα πορτογαλικά - insinuar, insistir, insinue, insistem, insiste, insistimos, insisto
- επιμήκης στα πορτογαλικά - oblongo, oblonga, oblongas, oblongos, retangular
- επιμελής στα πορτογαλικά - esforçado, aplicado, diligente, assíduo, dilapidado, diligentes, diligent, ...
- επιμελούμαι στα πορτογαλικά - edite, edimburgo, dez, tender, editar, epimeloumai
Τυχαίες λέξεις
Επιμήκυνση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alongamento, elongação, de alongamento, o alongamento, alongamento de
Μεταφράσεις: alongamento, elongação, de alongamento, o alongamento, alongamento de