Επιμήκυνση στα πολωνικά
Μετάφραση: επιμήκυνση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
elongacja, rozciągliwość, wydłużenie, wydłużenia, wydłużanie, wydłuŜenie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιμήκυνση
επιμήκυνση διδακτικού έτους, επιμήκυνση πέους απλά με kegel, επιμήκυνση σχολικού έτους, επιμήκυνση χρέους, επιμήκυνση αντίθετο, επιμήκυνση λεξικό γλώσσας πολωνικά, επιμήκυνση στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- επιμένω στα πολωνικά - nalegać, zasiedzieć, domagać, obstawać, zwlekać, pokutować, upierać, ...
- επιμήκης στα πολωνικά - podługowaty, prostokątny, podłużny, prostokąt, podłużne, podłużna
- επιμελής στα πολωνικά - gorliwy, staranny, sumienny, pilny, wytrwały, pracowity, staranne, ...
- επιμελούμαι στα πολωνικά - doglądać, adiustować, opiekować, zmodyfikować, dążyć, zmierzać, pilnować, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιμήκυνση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: elongacja, rozciągliwość, wydłużenie, wydłużenia, wydłużanie, wydłuŜenie
Μεταφράσεις: elongacja, rozciągliwość, wydłużenie, wydłużenia, wydłużanie, wydłuŜenie