Επιμήκυνση στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιμήκυνση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlenging, rek, elongatie, uitrekking, de rek
Επιμήκυνση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιμήκυνση

επιμήκυνση διδακτικού έτους, επιμήκυνση πέους απλά με kegel, επιμήκυνση σχολικού έτους, επιμήκυνση χρέους, επιμήκυνση αντίθετο, επιμήκυνση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιμήκυνση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιμένω στα ολλανδικά - aandringen, dringen, erop, eisen, erop aandringen
  • επιμήκης στα ολλανδικά - langwerpig, langwerpige, rechthoekige, oblong, rechthoekig
  • επιμελής στα ολλανδικά - vlijtig, naarstig, ijverig, nijver, zorgvuldig, ijverige, zorgvuldige, ...
  • επιμελούμαι στα ολλανδικά - stileren, opstellen, bedienen, opmaken, redigeren, epimeloumai
Τυχαίες λέξεις
Επιμήκυνση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verlenging, rek, elongatie, uitrekking, de rek