Επινοώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: επινοώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
завещание, монета, монети, монетата, на монети
Επινοώ στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επινοώ

επινοώ συνωνυμο, επινοώ συνώνυμα, επινοώ συνώνυμο, επινοώ σημασία, επινοώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επινοώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • επινοητικός στα βουλγαρικά - изобретателен, находчив, находчиви, съобразителен, находчива
  • επινοητικότητα στα βουλγαρικά - находчивост, съобразителност, изобретателност, находчивостта, съобразителността
  • επιπλέον στα βουλγαρικά - допълнителен, допълнителна, допълнително, допълнителни, допълнителната
  • επιπλέω στα βουλγαρικά - плувка, поплавък, флоат, поплавъка, флоатно
Τυχαίες λέξεις
Επινοώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: завещание, монета, монети, монетата, на монети