Επινοώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: επινοώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzinnen, bedenken, muntstuk, munt, munten, coin, medaille
Επινοώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επινοώ

επινοώ συνωνυμο, επινοώ συνώνυμα, επινοώ συνώνυμο, επινοώ σημασία, επινοώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επινοώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επινοητικός στα ολλανδικά - vindingrijk, vindingrijke, vindingrijker, inventief
  • επινοητικότητα στα ολλανδικά - vindingrijkheid, inventiviteit, resourcefulness, handigheid, de vindingrijkheid
  • επιπλέον στα ολλανδικά - buitendien, evenzeer, eveneens, voorts, mede, daarenboven, verder, ...
  • επιπλέω στα ολλανδικά - dobberen, drijven, vlotten, vlotter, zweven, drijver, dobber
Τυχαίες λέξεις
Επινοώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verzinnen, bedenken, muntstuk, munt, munten, coin, medaille