Επινοώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: επινοώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
moneta, Monetų, monetos, monetas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επινοώ
επινοώ συνωνυμο, επινοώ συνώνυμα, επινοώ συνώνυμο, επινοώ σημασία, επινοώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επινοώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επινοητικός στα λιθουανικά - išradingas, išradingumo, sumanūs, išradinga, išradingai
- επινοητικότητα στα λιθουανικά - apsukrumas, išradingumas, išradingumo, sumanūs, Bus sumanūs
- επιπλέον στα λιθουανικά - papildomas, papildoma, papildomos, papildomą, papildomų
- επιπλέω στα λιθουανικά - plaukti, plūdė, flotacinio, float, plūdės, plūduriuoti
Τυχαίες λέξεις
Επινοώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: moneta, Monetų, monetos, monetas
Μεταφράσεις: moneta, Monetų, monetos, monetas