Επινοώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επινοώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moeda, moedas, moeda de, coin, de moedas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επινοώ
επινοώ συνωνυμο, επινοώ συνώνυμα, επινοώ συνώνυμο, επινοώ σημασία, επινοώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επινοώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επινοητικός στα πορτογαλικά - engenhoso, resourceful, de recursos, inventivo, engenhosos
- επινοητικότητα στα πορτογαλικά - desenvoltura, engenho, engenhosidade, resourcefulness, desembaraço
- επιπλέον στα πορτογαλικά - idem, outrossim, também, demais, ainda, adicional, adicionais, ...
- επιπλέω στα πορτογαλικά - arremesse, boiar, nadar, flutuador, bóia, flutuar, flutuação, ...
Τυχαίες λέξεις
Επινοώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: moeda, moedas, moeda de, coin, de moedas
Μεταφράσεις: moeda, moedas, moeda de, coin, de moedas