Επινοώ στα ουγγρικά
Μετάφραση: επινοώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
végrendelkezés, érme, érmét, pénzérme, érem, coin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επινοώ
επινοώ συνωνυμο, επινοώ συνώνυμα, επινοώ συνώνυμο, επινοώ σημασία, επινοώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επινοώ στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επινοητικός στα ουγγρικά - leleményes, invenciózus, találékony, talpraesett, erőforrásokkal, élelmes
- επινοητικότητα στα ουγγρικά - találékonyság, találékonyságot, a találékonyság, leleményességét, leleményesség
- επιπλέον στα ουγγρικά - további, kiegészítő, egyéb, pótlólagos, járulékos
- επιπλέω στα ουγγρικά - úszógömb, úszó, float, úsztatott, lebegnek, úszót
Τυχαίες λέξεις
Επινοώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: végrendelkezés, érme, érmét, pénzérme, érem, coin
Μεταφράσεις: végrendelkezés, érme, érmét, pénzérme, érem, coin