Εσπευσμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εσπευσμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бързащ, бегъл, побърза, забърза, забързаното
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εσπευσμένος
εσπευσμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εσπευσμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εσοχή στα βουλγαρικά - беседка, вдлъбнатина, ваканция, ниша, жлеб, вдлъбнатината
- εσπερινός στα βουλγαρικά - вечерня, вечерна молитва
- εστία στα βουλγαρικά - огнище, огнището, камина, огнища
- εστιατόριο στα βουλγαρικά - ресторант, ресторанта, Ресторантът, намира ресторант
Τυχαίες λέξεις
Εσπευσμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бързащ, бегъл, побърза, забърза, забързаното
Μεταφράσεις: бързащ, бегъл, побърза, забърза, забързаното