Εσπευσμένος στα δανικά
Μετάφραση: εσπευσμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skyndte, skyndte sig, forhastet, forhastede, hastede
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εσπευσμένος
εσπευσμένος λεξικό γλώσσας δανικά, εσπευσμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- εσοχή στα δανικά - hjørne, fordybning, reces, udsparing, fordybningen, udsparingen
- εσπερινός στα δανικά - evensong, vesper, aftensang, Aftensangen
- εστία στα δανικά - arne, hjertet, ildsted, ilden, ildstedet
- εστιατόριο στα δανικά - restaurant, restauranten, restaurantpriser, om restaurantpriser
Τυχαίες λέξεις
Εσπευσμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skyndte, skyndte sig, forhastet, forhastede, hastede
Μεταφράσεις: skyndte, skyndte sig, forhastet, forhastede, hastede