Εσπευσμένος στα ιταλικά

Μετάφραση: εσπευσμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frettoloso, affrettato, fretta, affrettò, si affrettò
Εσπευσμένος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εσπευσμένος

εσπευσμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, εσπευσμένος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εσοχή στα ιταλικά - angolo, cantuccio, recesso, rientranza, cavità, incavo, nicchia
  • εσπερινός στα ιταλικά - evensong, vespro, vespri, splendido vespro, canto serale
  • εστία στα ιταλικά - fuoco, focolare, cuore, stufa, camino
  • εστιατόριο στα ιταλικά - ristorante, Il ristorante
Τυχαίες λέξεις
Εσπευσμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: frettoloso, affrettato, fretta, affrettò, si affrettò