Εσπευσμένος στα ουγγρικά
Μετάφραση: εσπευσμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hirtelen, sietős, sietett, sietve, elsietett, siettek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εσπευσμένος
εσπευσμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εσπευσμένος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εσοχή στα ουγγρικά - szöglet, zug, beszögellés, mélyedés, mélyedésben, szünet, mélyedésbe, ...
- εσπερινός στα ουγγρικά - evensong
- εστία στα ουγγρικά - tűzhely, kandalló, kályha-, kályha, kandallóban
- εστιατόριο στα ουγγρικά - étterem, Restaurant, étteremmel, étteremben, éttermet
Τυχαίες λέξεις
Εσπευσμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: hirtelen, sietős, sietett, sietve, elsietett, siettek
Μεταφράσεις: hirtelen, sietős, sietett, sietve, elsietett, siettek