Θέσπισμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: θέσπισμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
декрет, постановление, устав, статут, закон, наредба, устава
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θέσπισμα
κλητήριο θέσπισμα, κλητήριον θέσπισμα, θέσπισμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, θέσπισμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- θέρμη στα βουλγαρικά - плам, страст, жар, ревност
- θέση στα βουλγαρικά - статус, ситуация, позиция, положение, състояние, позиция на, място
- θήκη στα βουλγαρικά - падеж, владелец, корона, случай, дело, случаи, При
- θίασος στα βουλγαρικά - компания, трупа, трупата, ансамбъл, трупа на
Τυχαίες λέξεις
Θέσπισμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: декрет, постановление, устав, статут, закон, наредба, устава
Μεταφράσεις: декрет, постановление, устав, статут, закон, наредба, устава