Θέσπισμα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: θέσπισμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
статутот, статут, статутот на, статус, статусот
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θέσπισμα
κλητήριο θέσπισμα, κλητήριον θέσπισμα, θέσπισμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, θέσπισμα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- θέρμη στα σλαβομακεδονικά - треската, занес, страст, жар, жестокост, плам
- θέση στα σλαβομακεδονικά - позиција, место, положба, став, позицијата
- θήκη στα σλαβομακεδονικά - врвот, круната, случајот, случај, предметот, на случај, случаи
- θίασος στα σλαβομακεδονικά - општеството, трупа, трупата, дружина, ансамбл, трупата тргнала
Τυχαίες λέξεις
Θέσπισμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: статутот, статут, статутот на, статус, статусот
Μεταφράσεις: статутот, статут, статутот на, статус, статусот