Θέσπισμα στα δανικά

Μετάφραση: θέσπισμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forordning, dekret, kendelse, vedtægt, statut, statutten, vedtægter
Θέσπισμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θέσπισμα

κλητήριο θέσπισμα, κλητήριον θέσπισμα, θέσπισμα λεξικό γλώσσας δανικά, θέσπισμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • θέρμη στα δανικά - feber, iver, inderlighed, glød, fanatisme, ildhus
  • θέση στα δανικά - stand, tilstand, forhold, beliggenhed, forfatning, position, holdning, ...
  • θήκη στα δανικά - sag, tilfælde, krone, højdepunkt, anliggende, hætte, kasket, ...
  • θίασος στα δανικά - firma, selskab, trup, truppen, truppens
Τυχαίες λέξεις
Θέσπισμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forordning, dekret, kendelse, vedtægt, statut, statutten, vedtægter