Θέσπισμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: θέσπισμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lögum, Samþykktin, lög, lögmál, lögfestar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θέσπισμα
κλητήριο θέσπισμα, κλητήριον θέσπισμα, θέσπισμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, θέσπισμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- θέρμη στα ισλανδικά - kapp, fervor, ákafi
- θέση στα ισλανδικά - staða, embætti, sæti, stöðu, Position, staðsetning, skips
- θήκη στα ισλανδικά - mál, sök, handhafi, málið, ræða, tilfelli, raunin
- θίασος στα ισλανδικά - félag, flokka, troupe
Τυχαίες λέξεις
Θέσπισμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lögum, Samþykktin, lög, lögmál, lögfestar
Μεταφράσεις: lögum, Samþykktin, lög, lögmál, lögfestar