Ισχύς στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ισχύς, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мощност, сила, власт, енергия, властта
Ισχύς στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισχύς

ισχύς εξουσιοδότησης, ισχύς ηλεκτρικού ρεύματος, ισχύς δακτυλίου, ισχύς κλίση, ισχύς αντλίας, ισχύς λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ισχύς στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ισχυρογνώμων στα βουλγαρικά - вироглав, твърдоглавия, твърдоглав, твърдоглава, своеволен
  • ισχυρός στα βουλγαρικά - мощен, мощна, мощно, мощни, силен
  • ισχύων στα βουλγαρικά - ток, текущ, текущата, настоящата, текущия
  • ισόβιος στα βουλγαρικά - живот, цял
Τυχαίες λέξεις
Ισχύς στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мощност, сила, власт, енергия, властта