Ισχύς στα ολλανδικά

Μετάφραση: ισχύς, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermogen, macht, kracht, mogendheid, stroom
Ισχύς στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ισχύς

ισχύς εξουσιοδότησης, ισχύς ηλεκτρικού ρεύματος, ισχύς δακτυλίου, ισχύς κλίση, ισχύς αντλίας, ισχύς λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ισχύς στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ισχυρογνώμων στα ολλανδικά - halsstarrig, verstokt, verbeten, koppig, eigenzinnige, koppige, headstrong
  • ισχυρός στα ολλανδικά - stijf, afgemeten, ceremonieel, kreng, gespierd, strak, stug, ...
  • ισχύων στα ολλανδικά - vigerend, deugdelijk, geldig, gangbaar, geldend, valide, stroom, ...
  • ισόβιος στα ολλανδικά - hachje, leven, biografie, livelong, godganse
Τυχαίες λέξεις
Ισχύς στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vermogen, macht, kracht, mogendheid, stroom