Ισχύς στα γερμανικά
Μετάφραση: ισχύς, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gültigkeit, aussagekraft, beweiskraft, Leistung, Macht, Power, Kraft, Energie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισχύς
ισχύς εξουσιοδότησης, ισχύς ηλεκτρικού ρεύματος, ισχύς δακτυλίου, ισχύς κλίση, ισχύς αντλίας, ισχύς λεξικό γλώσσας γερμανικά, ισχύς στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ισχυρογνώμων στα γερμανικά - hartnackig, widerspenstig, hartnäckig, dickköpfig, eigensinnig, starrköpfig, stur, ...
- ισχυρός στα γερμανικά - eingerostet, stark, kraftvoll, machtvoll, leichnam, kräftig, muskulös, ...
- ισχύων στα γερμανικά - zulässig, gültig, rechtsgültig, Strom, aktuell, aktuellen, aktuelle
- ισόβιος στα γερμανικά - lebenszeit, lebhaftigkeit, lebendigkeit, biographie, standzeit, lebensdauer, lebensbeschreibung, ...
Τυχαίες λέξεις
Ισχύς στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gültigkeit, aussagekraft, beweiskraft, Leistung, Macht, Power, Kraft, Energie
Μεταφράσεις: gültigkeit, aussagekraft, beweiskraft, Leistung, Macht, Power, Kraft, Energie