Ισχύς στα εσθονικά
Μετάφραση: ισχύς, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võimsus, võim, võimu, võimsuse, õigus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισχύς
ισχύς εξουσιοδότησης, ισχύς ηλεκτρικού ρεύματος, ισχύς δακτυλίου, ισχύς κλίση, ισχύς αντλίας, ισχύς λεξικό γλώσσας εσθονικά, ισχύς στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ισχυρογνώμων στα εσθονικά - põikpäine, tormakad, jonnakas, Ise otsaga, Uppiniskainen
- ισχυρός στα εσθονικά - jäik, kange, vägev, otsusekindel, võimas, võimsa, võimsam, ...
- ισχύων στα εσθονικά - seadusjõuline, kehtiv, maksev, praegune, praeguse, praegust, praeguste, ...
- ισόβιος στα εσθονικά - elu, Kogu pika
Τυχαίες λέξεις
Ισχύς στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: võimsus, võim, võimu, võimsuse, õigus
Μεταφράσεις: võimsus, võim, võimu, võimsuse, õigus