Ισχύς στα σουηδικά
Μετάφραση: ισχύς, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
giltighet, ström, effekt, makt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ισχύς
ισχύς εξουσιοδότησης, ισχύς ηλεκτρικού ρεύματος, ισχύς δακτυλίου, ισχύς κλίση, ισχύς αντλίας, ισχύς λεξικό γλώσσας σουηδικά, ισχύς στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ισχυρογνώμων στα σουηδικά - envis, egensinnig, egensinniga, envisa, headstrong
- ισχυρός στα σουηδικά - kraftig, styv, väldig, stram, mäktig, fast, stel, ...
- ισχύων στα σουηδικά - giltig, ström, nuvarande, aktuella, aktuell
- ισόβιος στα σουηδικά - liv, livelong
Τυχαίες λέξεις
Ισχύς στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: giltighet, ström, effekt, makt
Μεταφράσεις: giltighet, ström, effekt, makt