Κάταγμα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прелом, фрактура, фрактури, счупване, фрактура на, фрактурата
Κάταγμα στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάταγμα

κάταγμα πέους, κάταγμα έξω σφυρού, κάταγμα αγκώνα, κάταγμα περόνης, κάταγμα κόπωσης, κάταγμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κάταγμα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κάστορας στα βουλγαρικά - бобри, бобър, Beaver, бобъра, от бобър
  • κάστρο στα βουλγαρικά - крепости, замък, Castle, замъка, крепост, Касъл
  • κάτισχνος στα βουλγαρικά - торий, измъчен, посърнал, Хагард, Haggard, изпит
  • κάτοικος στα βουλγαρικά - жител, резидент, местно лице, пребивава, пребивават, пребиваващ
Τυχαίες λέξεις
Κάταγμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: прелом, фрактура, фрактури, счупване, фрактура на, фрактурата