Κάταγμα στα δανικά
Μετάφραση: κάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
knoglebrud, fraktur, brud, brækket, bruddet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάταγμα
κάταγμα πέους, κάταγμα έξω σφυρού, κάταγμα αγκώνα, κάταγμα περόνης, κάταγμα κόπωσης, κάταγμα λεξικό γλώσσας δανικά, κάταγμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- κάστορας στα δανικά - bæver, Beaver, bæveren, i Beaver, bævere
- κάστρο στα δανικά - slot, Castle, slottet, borg, borgen
- κάτισχνος στα δανικά - mager, bedrøvet, tynd, udtæret, hærget, Haggard, indfalden, ...
- κάτοικος στα δανικά - borger, indbygger, beboer, hjemmehørende, resident, bosiddende, bopæl, ...
Τυχαίες λέξεις
Κάταγμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: knoglebrud, fraktur, brud, brækket, bruddet
Μεταφράσεις: knoglebrud, fraktur, brud, brækket, bruddet