Κάταγμα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фрактура, фрактури, скршеница, фрактура на, рамо
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάταγμα
κάταγμα πέους, κάταγμα έξω σφυρού, κάταγμα αγκώνα, κάταγμα περόνης, κάταγμα κόπωσης, κάταγμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κάταγμα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κάστορας στα σλαβομακεδονικά - Бивер, брада, дабарот, дабар, Beaver
- κάστρο στα σλαβομακεδονικά - замокот, замок, дворец, замокот за, дворецот
- κάτισχνος στα σλαβομακεδονικά - ослабен, изпит
- κάτοικος στα σλαβομακεδονικά - жител, резидент, резидентот, престој, жител на
Τυχαίες λέξεις
Κάταγμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: фрактура, фрактури, скршеница, фрактура на, рамо
Μεταφράσεις: фрактура, фрактури, скршеница, фрактура на, рамо