Κάταγμα στα τούρκικα
Μετάφραση: κάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kırma, kırık, kırılma, kırığı, kırılması, fraktür
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάταγμα
κάταγμα πέους, κάταγμα έξω σφυρού, κάταγμα αγκώνα, κάταγμα περόνης, κάταγμα κόπωσης, κάταγμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, κάταγμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κάστορας στα τούρκικα - kastor, kunduz, beaver, bir kunduz
- κάστρο στα τούρκικα - kale, castle, kalesi, kalenin, bir kale
- κάτισχνος στα τούρκικα - zayıf, bitkin, haggard, bitkin bir, bezgin, haggard and frightened
- κάτοικος στα τούρκικα - sakin, yerli, oturan, yerleşik, ikamet, mukimi
Τυχαίες λέξεις
Κάταγμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kırma, kırık, kırılma, kırığı, kırılması, fraktür
Μεταφράσεις: kırma, kırık, kırılma, kırığı, kırılması, fraktür