Κάταγμα στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пералом
Κάταγμα στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάταγμα

κάταγμα πέους, κάταγμα έξω σφυρού, κάταγμα αγκώνα, κάταγμα περόνης, κάταγμα κόπωσης, κάταγμα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κάταγμα στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κάστορας στα λευκορωσικά - бабёр, Бобр, бабра
  • κάστρο στα λευκορωσικά - замак, замок
  • κάτισχνος στα λευκορωσικά - змардаваны, змучаны, зняможаны, стомлены
  • κάτοικος στα λευκορωσικά - рэзідэнт, з'яўляецца рэзiдэнтам
Τυχαίες λέξεις
Κάταγμα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пералом