Κάταγμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: κάταγμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перелом, переломлення, заломлення, розводді, злам
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάταγμα
κάταγμα πέους, κάταγμα έξω σφυρού, κάταγμα αγκώνα, κάταγμα περόνης, κάταγμα κόπωσης, κάταγμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κάταγμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κάστορας στα ουκρανικά - бобер, бобр
- κάστρο στα ουκρανικά - опора, фортеця, твердиня, фортецю, міцність, замок
- κάτισχνος στα ουκρανικά - задовгий, відразливий, похмурий, довгий, схудлий, виснажений, знеможений, ...
- κάτοικος στα ουκρανικά - резиденція, поглинати, мешканець, резидент
Τυχαίες λέξεις
Κάταγμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перелом, переломлення, заломлення, розводді, злам
Μεταφράσεις: перелом, переломлення, заломлення, розводді, злам