Κέντρισμα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κέντρισμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шпора, стимул, цилиндричното, цилиндрично зъбно, цилиндрични зъбни
Κέντρισμα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κέντρισμα

κέντρωμα αμπελιού, κέντρωμα δέντρων, κέντρισμα ελιάς, κέντρισμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κέντρισμα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κέλυφος στα βουλγαρικά - раковина, черупка, обвивка, черупки, черупката, корпус
  • κέντημα στα βουλγαρικά - кур, острие, хуй, бродерия, бродиране, бродерии, за бродиране, ...
  • κέντρο στα βουλγαρικά - център, центъра, центъра на, център за
  • κέρασμα στα βουλγαρικά - лечение, лечение на, отнасяме, третира, лекува
Τυχαίες λέξεις
Κέντρισμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: шпора, стимул, цилиндричното, цилиндрично зъбно, цилиндрични зъбни