Κέντρισμα στα δανικά

Μετάφραση: κέντρισμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
grave, spur, anspore, ansporing, spore, cylindriske
Κέντρισμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κέντρισμα

κέντρωμα αμπελιού, κέντρωμα δέντρων, κέντρισμα ελιάς, κέντρισμα λεξικό γλώσσας δανικά, κέντρισμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κέλυφος στα δανικά - bark, shell, skal, skallen, råtanken
  • κέντημα στα δανικά - broderi, broderier, broderiet, brodering, broderienheden
  • κέντρο στα δανικά - center, centrum, midten, centret, midt
  • κέρασμα στα δανικά - behandle, behandling, behandling af, behandler, at behandle
Τυχαίες λέξεις
Κέντρισμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: grave, spur, anspore, ansporing, spore, cylindriske