Κέντρισμα στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: κέντρισμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поттикне, мотив, поттикнат, на поттикне, поттик
Κέντρισμα στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κέντρισμα

κέντρωμα αμπελιού, κέντρωμα δέντρων, κέντρισμα ελιάς, κέντρισμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κέντρισμα στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • κέλυφος στα σλαβομακεδονικά - школка, обвивка, школката, лушпа, лушпата
  • κέντημα στα σλαβομακεδονικά - везови, вез, везење, везот, за везење
  • κέντρο στα σλαβομακεδονικά - центарот, центар, центарот за, центар за, на центарот
  • κέρασμα στα σλαβομακεδονικά - лекување, лекување на, се третираат, третираат, лекуваат
Τυχαίες λέξεις
Κέντρισμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: поттикне, мотив, поттикнат, на поттикне, поттик