Κέντρισμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: κέντρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grafa, spori, SPUR, örva
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κέντρισμα
κέντρωμα αμπελιού, κέντρωμα δέντρων, κέντρισμα ελιάς, κέντρισμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κέντρισμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κέλυφος στα ισλανδικά - húfur, skel, Shell, skelin, sjálft
- κέντημα στα ισλανδικά - stinga, útsaumur, útsaumi
- κέντρο στα ισλανδικά - miðja, miðstöð, miðju, sent, Center, AdWords
- κέρασμα στα ισλανδικά - meðhöndla, meðferðar, að meðhöndla, meðferðar við, meðferðar á
Τυχαίες λέξεις
Κέντρισμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: grafa, spori, SPUR, örva
Μεταφράσεις: grafa, spori, SPUR, örva