Κέντρισμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: κέντρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
удар, рити, викопати, копати, шпора
Κέντρισμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κέντρισμα

κέντρωμα αμπελιού, κέντρωμα δέντρων, κέντρισμα ελιάς, κέντρισμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κέντρισμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κέλυφος στα ουκρανικά - облямовування, патрона, міна, минь, стручок, лушпиння, корпус, ...
  • κέντημα στα ουκρανικά - ціноутворення, вартість, вишивка, вишиванка, вишивання, вишивки
  • κέντρο στα ουκρανικά - центр, центру
  • κέρασμα στα ουκρανικά - лікувати, опрацьовувати, ставитися, лікуватимуть
Τυχαίες λέξεις
Κέντρισμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: удар, рити, викопати, копати, шпора