Καπό στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καπό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
качулка, Худ, капак, абсорбатор, качулката
Καπό στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καπό

ολιβιέ καπό, το καπό, βάψιμο καπό, βαφή καπό, καπό αυτοκινήτου, καπό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καπό στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καπνός στα βουλγαρικά - пушене, дим, тютюн, паря, пушек, дима, на дим
  • καπρίτσιο στα βουλγαρικά - каприз, Caprice, прищявка, прищевки, капризи
  • καράτε στα βουλγαρικά - карате, Karate, по карате, каратето, на каратето
  • καράτι στα βουλγαρικά - карат, каратово, карата, каратов, карати
Τυχαίες λέξεις
Καπό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: качулка, Худ, капак, абсорбатор, качулката