Καπό στα πολωνικά

Μετάφραση: καπό, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
osłona, maska, czepek, nakładka, czapka, pokrywa, kaptur, okap, kapturem, hood, kaptura
Καπό στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καπό

ολιβιέ καπό, το καπό, βάψιμο καπό, βαφή καπό, καπό αυτοκινήτου, καπό λεξικό γλώσσας πολωνικά, καπό στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • καπνός στα πολωνικά - zadymienie, dymić, dymek, podkurzać, okopcić, filować, żołądkować, ...
  • καπρίτσιο στα πολωνικά - chętka, zachcianka, wybryk, fanaberia, grymas, kaprys, Caprice, ...
  • καράτε στα πολωνικά - karate, w karate
  • καράτι στα πολωνικά - karat, karatowego, carat, karatowym, karatach
Τυχαίες λέξεις
Καπό στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: osłona, maska, czepek, nakładka, czapka, pokrywa, kaptur, okap, kapturem, hood, kaptura