Καπό στα δανικά
Μετάφραση: καπό, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
motorhjelm, Hood, hætte, hætten, emhætten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καπό
ολιβιέ καπό, το καπό, βάψιμο καπό, βαφή καπό, καπό αυτοκινήτου, καπό λεξικό γλώσσας δανικά, καπό στα δανικά
Μεταφράσεις
- καπνός στα δανικά - tobak, røg, ryge, røgen, smoke
- καπρίτσιο στα δανικά - caprice, luner, lune, lunefuldhed, grille
- καράτε στα δανικά - karate, Karate
- καράτι στα δανικά - karat, carat, karat alm
Τυχαίες λέξεις
Καπό στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: motorhjelm, Hood, hætte, hætten, emhætten
Μεταφράσεις: motorhjelm, Hood, hætte, hætten, emhætten