Καπό στα εσθονικά
Μετάφραση: καπό, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kapott, tanu, kapuuts, kate, kapuutsiga, hood
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καπό
ολιβιέ καπό, το καπό, βάψιμο καπό, βαφή καπό, καπό αυτοκινήτου, καπό λεξικό γλώσσας εσθονικά, καπό στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καπνός στα εσθονικά - ving, tubakas, tossama, suits, suitsu, suitsetada, suitsutuspreparaatide, ...
- καπρίτσιο στα εσθονικά - kuigi, kuna, kapriis, Caprice, kapriisi, kapriisid, kapritšo
- καράτε στα εσθονικά - karate, karates, Karated, karatest, karateorganisatsioon
- καράτι στα εσθονικά - karaat, karaadise, karaatides
Τυχαίες λέξεις
Καπό στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kapott, tanu, kapuuts, kate, kapuutsiga, hood
Μεταφράσεις: kapott, tanu, kapuuts, kate, kapuutsiga, hood