Καπό στα ολλανδικά

Μετάφραση: καπό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
motorkap, kap, wagenkap, capuchon, afzuigkap, huik
Καπό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καπό

ολιβιέ καπό, το καπό, βάψιμο καπό, βαφή καπό, καπό αυτοκινήτου, καπό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καπό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καπνός στα ολλανδικά - smoken, roken, damp, tabak, uitwasemen, uitwaseming, nicotineverslaving, ...
  • καπρίτσιο στα ολλανδικά - gril, bevlieging, speling, nuk, kuur, bui, Caprice, ...
  • καράτε στα ολλανδικά - karate, de karate, van de karate, Karate van, van karate
  • καράτι στα ολλανδικά - karaat, karaats, carat, caraat
Τυχαίες λέξεις
Καπό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: motorkap, kap, wagenkap, capuchon, afzuigkap, huik