Κλάμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κλάμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
квичащия, вик, вика, плача, плач, писък
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλάμα
κλάμα ή κλάμα, κλάμα μπούκουρα, κλάμα μερκελ, κλάμα γαλής, κλάμα βουλή, κλάμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κλάμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κιτρινωπός στα βουλγαρικά - жълтеникав, жълтеникаво, жълтеникава, жълто, жълтеникави
- κλάδος στα βουλγαρικά - клон, отрасъл, филиал, клона
- κλάπα στα βουλγαρικά - наочници, мигачи, мигачите, капаци, аварийни светлини
- κλάση στα βουλγαρικά - клас, класа, клас на, категория, от клас
Τυχαίες λέξεις
Κλάμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: квичащия, вик, вика, плача, плач, писък
Μεταφράσεις: квичащия, вик, вика, плача, плач, писък