Κλάμα στα δανικά
Μετάφραση: κλάμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
råb, græde, skrig, cry, råbet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλάμα
κλάμα ή κλάμα, κλάμα μπούκουρα, κλάμα μερκελ, κλάμα γαλής, κλάμα βουλή, κλάμα λεξικό γλώσσας δανικά, κλάμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- κιτρινωπός στα δανικά - gullig, gulligt, gullige, gul, gullighvidt
- κλάδος στα δανικά - gren, afdeling, filial, branchen, branche
- κλάπα στα δανικά - skyklapper, blinklys, skyklapperne, blinkers
- κλάση στα δανικά - klasse, klassen, klasses, class
Τυχαίες λέξεις
Κλάμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: råb, græde, skrig, cry, råbet
Μεταφράσεις: råb, græde, skrig, cry, råbet