Κλάμα στα τούρκικα
Μετάφραση: κλάμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağlamak, ağlama, cry, ağlamaya, çığlık
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλάμα
κλάμα ή κλάμα, κλάμα μπούκουρα, κλάμα μερκελ, κλάμα γαλής, κλάμα βουλή, κλάμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, κλάμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κιτρινωπός στα τούρκικα - sarımsı, sarı, sarımtırak, sarımsı bir, sarımtrak
- κλάδος στα τούρκικα - şube, dal, Branch, dalı, şubesi
- κλάπα στα τούρκικα - menteşe, at gözlüğü, gözlüğü, sinyal lambaları, güneş gözlüğü, blinkers
- κλάση στα τούρκικα - kategori, sınıf, sınıfı, sınıf bir, class
Τυχαίες λέξεις
Κλάμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ağlamak, ağlama, cry, ağlamaya, çığlık
Μεταφράσεις: ağlamak, ağlama, cry, ağlamaya, çığlık