Κλάμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κλάμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grito, clamor, choro, chorar, grito de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλάμα
κλάμα ή κλάμα, κλάμα μπούκουρα, κλάμα μερκελ, κλάμα γαλής, κλάμα βουλή, κλάμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κλάμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κιτρινωπός στα πορτογαλικά - amarelado, amarelada, amarelo, amareladas, amarelados
- κλάδος στα πορτογαλικά - sucursal, ramo, galho, filial, ramificação
- κλάπα στα πορτογαλικά - gonzo, dobradiça, charneira, antolhos, piscas, viseiras, blinkers, ...
- κλάση στα πορτογαλικά - categoria, classe, classe de, de classe, aula, classes
Τυχαίες λέξεις
Κλάμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: grito, clamor, choro, chorar, grito de
Μεταφράσεις: grito, clamor, choro, chorar, grito de